μοχλός

μοχλός
μοχλός ([dialect] Ion. [full] μοκλός Anacr.88), ,
A bar, lever, crowbar, used for moving ships,

μοχλοῖσιν δ' ἄρα τήν γε κατείρυσεν Od.5.261

; or heavy weights,

μοχλοῖς καὶ μηχαναῖσιν ἀνελκύσαι Ar.Pax307

; for forcing doors and gates, E.Or.1474 (lyr.), cf. Ba.348, 1104, etc.;

ὑποβαλόντες τοὺς μ. ὑπὸ τὰς πύλας Ar.Lys.428

, cf. Arist.Mech.847b11, al.
II any bar or stake, as in Od.9.332 the stake which Odysseus runs into the Cyclops' eye, cf. E.Cyc.633.
III wooden or iron bar or bolt placed across gates on the inside and secured by the

βάλανος, τοῦ μοχλοῦ διακοπέντος Th.4.111

, cf. 2.4, IG12.313.126;

μοχλοὺς ἐπιβάλλειν Ar.Th.415

;

τὸν μ. ἐμβάλλειν X.An.7.1.12

, cf. Ar.Lys.246; μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια πακτοῦν ib.264; τὴν πόλιν . . ἀπεκλῄσατε τοῖσι μ. ib.487; πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε by [drawing back] the bars, A.Ch.879;

κλῇθρα λύσαντες μοχλοῖς E.IT99

(more naturally κλῄθρων μοχλοὺς λύσαντες, as in Ar.Lys.310 κἂν μὴ . . τοὺς μοχλοὺς χαλῶσιν): metaph., μέγας σοι τοῦδ' ἐγὼ φόβου μ. a bar or defence against fear.
S.Fr.760.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοχλός — bar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… …   Dictionary of Greek

  • μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”